στροφιλιά

στροφιλιά
η
1) виноградная водка; 2) см. στροβιλιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στροφιλιά" в других словарях:

  • στροφιλιά — η, Ν βλ. στροβιλιά …   Dictionary of Greek

  • Katogi Strofilia — (griechisch Κατώγι Στροφιλιά) ist ein griechisches Unternehmen, das vornehmlich Wein, aber auch Tresterbrand und Essig produziert. Es entstand aus der Fusion der ehemals unabhängigen Weingüter Katogi Averof und Strofilia aus Metsovo. Anlagen …   Deutsch Wikipedia

  • στροβιλιά — και στροφιλιά, η, Ν η κουκουναριά, το πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλέα με συνίζηση (πρβλ. μηλιά: μηλέα)] …   Dictionary of Greek

  • τσίπουρο — το 1. συνήθ. πληθ. τσίπουρα, τα τα στέμφυλα, το στερεό υπόλειμμα από το πάτημα των σταφυλιών. 2. οινοπνευματώδες ποτό, απόσταγμα από στέμφυλα, ρακί, τσικουδιά, στροφιλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»